- κληρικοποιώ
- (Μ κληρικοποιῶ, -έω)κάνω κάποιον ή κάτι να γίνει κληρικό, να περιέλθει στην ιδιοκτησία τού κλήρου.[ΕΤΥΜΟΛ. < κληρικός + -ποιῶ (< -ποιός < ποιῶ), πρβλ. προσωπο-ποιώ, τεκνο-ποιώ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.